-
1 αντιπεμπω
1) посылать со своей стороныἀ. πρὸς ταῦτα λέγοντα τάδε Her. — посылать гонца со следующим ответом
2) посылать в воздаяние(οἰκούρια τοῦ μακροῦ χρόνου Soph.)
3) высылать навстречу или против(στρατιάν τινι Thuc.)
4) посылать взамен(τινά Thuc.)
См. также в других словарях:
οικούριος — οἰκούριος, ία, ον, θηλ. και ος, δωρ. τ. οἰκόριος, ία, ον (Α) [οικουρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιμέλεια τού σπιτιού 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οἰκούρια α) αμοιβή για την επιμέλεια τού σπιτιού («τοιάδ Ἡρακλής... οἰκούρι… … Dictionary of Greek